στυρβάζω

στυρβάζω
στυρβάζω,= τυρβάζω, AB303.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στυρβάζω — Α (δ. τ.) βλ. τυρβάζω …   Dictionary of Greek

  • στυρβάσαι — στυρβά̱σᾱͅ , στυρβάζω fut part act fem dat sg (doric) στυρβάζω aor inf act στυρβάσαῑ , στυρβάζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυρβάζω — ΝΜΑ, και συρβάζω και στυρβάζω Α [τύρβη /σύρβη] (μσν. ενεργ. και μέσ. τυρβάζομαι, αρχ. μόνον το μέσ.) (συν. με την προθ. περί) ασχολούμαι με κάτι επιδεικτικά νεοελλ. φρ. «περί πολλά τυρβάζει» είναι πολυπράγμονας, ανακατεύεται σε όλα μσν. γλεντώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”